- κοίλανση ή εκβολή
- Μέθοδος μηχανικής επεξεργασίας, η οποία εκμεταλλεύεται την ιδιότητα ελατότητας ορισμένων μετάλλων και συνθετικών υλών, για να τα μεταβάλει από κομμάτια ή πλάκες, σε κοίλα σώματα, με διατομή μικρότερη από τη διατομή του αρχικού τεμαχίου και με πολύ μεγαλύτερο μήκος. Αυτό επιτυγχάνεται, με συμπίεση των μετάλλων με ένα έμβολο ή σε μια μήτρα με κατάλληλο σχήμα. Η επεξεργασία είναι, συνεπώς, όμοια με τη συρματοποίηση, αλλά αντί εφελκυσμού το υλικό υφίσταται θλίψη. Η κ. μπορεί να γίνεται εν θερμώ για το αλουμίνιο, τον χαλκό και τα κράματά τους, ή εν ψυχρώ (θερμοκρασία περιβάλλοντος) για πιο ελατά μέταλλα, όπως ο μόλυβδος και ο κασσίτερος.
Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται ευρύτατα στη βιομηχανία, για να παρασκευαστούν ράβδοι, τεμάχια με ορισμένο σχήμα και σώματα βλημάτων. Επειδή η κ. δίνει στο τεμάχιο έναν σημαντικό βαθμό επιφανειακού τελειώματος, χρησιμοποιείται και για την παραγωγή εν σειρά, συνήθως εν ψυχρώ, μικρών αντικειμένων, όπως θήκες και σωλήνες από ορείχαλκο ή ελαφρά κράματα. Κατά την κ., παρατηρείται μια κίνηση των ινών του μετάλλου, τέτοια ώστε να προκαλεί μια γενική σκλήρυνση του τεμαχίου. Η κ., συνεπώς, αποβαίνει ιδιαίτερα ευνοϊκή στην κατασκευή σε μεγάλες ποσότητες –ιδίως στη βιομηχανία αυτοκινήτων– ορισμένων ειδών, τα οποία, χωρίς να υποστούν μετέπειτα κατεργασίες, πρέπει να παρουσιάζουν καλό τελείωμα και υψηλή επιφανειακή σκληρότητα.
ΚΟΙΛΑΝΣΗ
Dictionary of Greek. 2013.